-
1 ῥόμβος
ῥόμβος any circling movement ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον (τὴν δίνησιν καὶ τὴν βολὴν τῶν ἀκόντων Σ.) O. 13.93 ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (τὴν τοῦ αἰετοῦ ὁρμήν Σ.1 swoop) I. 4.47 σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων waving Δ. 2. 9. -
2 ἄκων
1 javelin, shaft.a lit.ἄκοντι Φράστωρ ἔλασε σκοπόν O. 10.71
“ οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιντιμὰν δάσασθαι” P. 4.148 ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε μαρναμένα (sc. Κυράνα) P. 9.20χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.45
ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
ἐφορμαθεὶς δ' ἄῤ ἄκοντι θοῷ, ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.69
b met. of poetry. cf. N. 7.71ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον O. 13.93
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b. -
3 εὐθύς
εὐθῠς adj.a straight, straightforwardεὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.103
ναῶν πλόον εἶπε Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς εὐθὺν ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν (v. 1. εὐθῦν(αι), εὔθυν(ε). Σ.) O. 7.33στάδιον μὲν ἀρίστευσεν εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων O. 10.64
ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον O. 13.93
χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ N. 1.25
εὐθεῖα δὴ ( ἐστι) κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 2.b correct: upright, straightforwardτόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12
κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών P. 3.28
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ N. 10.12
------------------------------------a at once, straightway adv.ἔννεπε δ' εὐθὺς Ἀπόλλων O. 8.41
κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ O. 13.82
ἀναβαὶς δ' εὐθὺς ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν O. 13.86
ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις P. 4.34
μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.39
εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.54
εὐθὺς δ' ἀπανάνατο νύμφαν N. 5.33
b directlyτάχα δ' εὐθὺς ἰὼν P. 4.83
“ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” ( εὐθὺ coni. Hermann) I. 8.41 -
4 ἵημι
ῐημι ( ἵει impv.; ἱείς, ἱέντ(α), ἱέντες: impf. εσαν, ᾰεν: med. ἶέμενοι, cf. Ed. Hermann, Sprachwiss. Komm. zu ausgew. Stücken aus Hom., Heidelberg, 1965̆{2}, 26.)a act. let go, shootτίνα βάλλομεν ὀιστοὺς ἱέντες O. 2.90
πτερόεντα δ' ἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ ὀιστόν O. 9.11
ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον O. 13.94
ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς N. 6.28
οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' λτ;ἐνγτ; δίσκοις ἵεν (loc. susp.) I. 1.25 ] ἱέντ' ε[ fr. 6a. f. met., utter,χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N. 8.49
πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16
b med. rush, push ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι ( ἱέμενοι edd. vulg.) P. 4.207 [c in tmesis, v. ἐνίημι.] -
5 ῥόμβος
A bull-roarer, instrument whirled round on the end of a string, used in the mysteries, , cf. Archyt.1, Theoc.2.30; as a boy's toy, AP6.309 (Leon.), Orph.Fr.31.29, Fr.34, M.Ant.5.36; defined as ξυλήφιον, οὗ ἐξῆπται τὸ σπαρτίον, καὶ ἐν ταῖς τελεταῖς ἐδονεῖτο, ἵνα ῥοιζῇ, Sch.Clem.Al.Protr.2.17.2, cf. Hsch.2 magic wheel, spun alternately in each direction by the torsion of two cords passed through two holes in it, used as a love-charm, Luc.DMeretr. 4.5; called ἴυγξ in Theoc.2.17, AP5.204; Lat. rhombus, Prop.2.28.35, Ov.Am.1.8.7.b τροχίσκος ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτως κτύπον ἀποτελοῦσι Sch.A.R.1.1134; ὦ ῥύμβε μαστίξας ἐμέ (dub. sens.) Eup.72.3 tambourine or kettle-drum, used in the worship of Rhea and of Dionysus, Ar.Fr. 303, Diog.Ath.1.3, A.R. 1.1139, AP6.165 (Phal.);ῥύμβος ξύλινος ἐπίχρυσος IG22.1456.49
, cf. 1517.207.4 membrum virile, PLond.1821.164.II whirling motion, as of a bull-roarer, ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον shooting forth whirling darts, Pi.O.13.94; αἰετοῦ ῥ. the eagle's swoop, Id.I.4(3).47(65);ῥ. τυπάνων Id.Dith.Oxy. 1604
Fr. 1 ii 9;ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Critias 19.2D.
; ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων, of the Sun, Orph.H. 8.7: metaph.,Νέμεσις καὶ ῥ. ἀλάστωρ IG14.1389i
i34 (perh. an Adj., = ῥεμβός).—The Gramm. hold ῥύμβος to be [dialect] Att., ῥόμβος Hellenic, Sch.Theoc.2.30, Ath.7.330b.B rhombus, lozenge, i.e. a four-sided figure with all the sides, but only the opposite angles, equal, Arist.Mech. 854b16, Euc.1 Def. 22.b ῥ. στερεός, a figure composed of two cones on opposite sides of the same base, Archim.Sph.Cyl.1.26, al.2 a species of fish, of which turbot and brill are varieties, so called from its rhomblike shape, Nausicr.2.13; Ῥωμαῖοι καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥ. Ath.7.330b, cf. ψῆττα.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский